- κερχανάς
- ο дом терпимости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κερχανάς — και κιρχανάς, ο 1. οίκος εργασίας, εργοστάσιο, κατάστημα 2. πορνείο, χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kerhane] … Dictionary of Greek